- πασσιφλόρα
- η1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών αναρριχητικών φυτών που περιλαμβάνει 400 περίπου είδη με χαρακτηριστικής μορφής άνθη και ανήκει στην τάξη πασσιφλορώδη2. (φαρμ.) εκχύλισμα και βάμμα που παρασκευάζεται από το ανθισμένο στέλεχος τού ομώνυμου φυτού και χρησιμεύει ως κατευναστικό τού νευρικού συστήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. passiflora (< λατ. passio «πάθος» + flos, floris «άνθος»). Ο τ. έχει αποδοθεί στην Ελληνική ως παθανθές*].
Dictionary of Greek. 2013.